- ἰθύμαχος
- ἰθύ-μαχος, gerade kämpfend, eine offene Schlacht liefernd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ιθυμάχος — ἰθυμάχος, ον (Α) 1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια 2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πυγ μάχος] … Dictionary of Greek
ιθυμαχώ — ἰθυμαχῶ, έω (Μ) [ιθυμάχος] 1. μάχομαι δίκαια, νόμιμα 2. μάχομαι σε ανοιχτό χώρο … Dictionary of Greek
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek
ἰθυμάχων — ἰ̱θυμάχων , ἰθυμάχος fighting fairly and openly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)